μεσογνάθιος

μεσογνάθιος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής γνάθου ή αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής γνάθου
2. φρ. «μεσογνάθιο οστό»
ανατ. μέρος τού οστού τής άνω γνάθου και κυρίως τού φατνιακού τόξου που αντιστοιχεί στους κοπτήρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”